- κλιμακτηρικός
- -ή, -ό (Α κλιμακτηρικός, -ή, -όν) [κλιμακτήρ)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλιμακτήρα2. αυτός που φέρνει στη ζωή αλλαγή φυσιολογικής κατάστασης, κρίσιμος, επικίνδυνος («κλιμακτηρικὴ ὑπάντησις», Πτολ.)νεοελλ.φρ. «κλιμακτηρική περίοδος» — η κλιμακτήριος*αρχ.φρ. «κλιμακτηρικὸς ἐνιαυτός» ή «κλιμακτηρικὸν ἔτος» — το έτος τής ζωής τού οποίου ο αριθμός είναι πολλαπλάσιο τού 7 ή, σύμφωνα με άλλους, τού 9, και κυρίως το 63ο έτος, που ο αριθμός του είναι πολλαπλάσιο και τού 7 και τού 9, γι' αυτό και τό θεωρούσαν ως το «μέγα» κλιμακτηρικό έτος.
Dictionary of Greek. 2013.